συφιλοειδής

συφιλοειδής
και συφίλιδοειδής, -ές, Ν
1. αυτός που έχει τη μορφή σύφιλης
2. το ουδ. ως ουσ. το συφιλοειδές
(κτην.) ωοειδές έλκος στη γάτα, το οποίο προεξέχει ελαφρά και είναι περιγεγραμμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphiloid < syphilis (πρβλ. σύφιλις, -ίλιδος) + -oid (< -ειδής*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”